-
1 вверх
вверх (ε)πάνω, προς τα πάνω, άνω смотреть \вверх κοι τάζω προς τα πάνω поднять ся \вверх ανεβαίνω πάνω* * *(ε)πάνω, προς τα πάνω, άνωсмотре́ть вверх — κοιτάζω προς τα πάνω
подня́ться вверх — ανεβαίνω πάνω
-
2 вверх
вверхнареч ἐπάνω, ἄνω, προς τά πάνω:плыть \вверх по реке ἀνεβαίνω τό ποτάμι, ἀναπλέω ποταμό; \вверх и вниз πάνω καί κάτω; смотреть \вверх βλέπω ψηλά; ◊ \вверх дном разг ἄνω κάτω, ἀνάποδα; ру́ки \вверх! ψηλά τά χέρια! -
3 вверх
επίρ.1. προς τα επάνω•подниматься вверх ανεβαίνω επάνω•
руки вверх! επάνω τα χέρια!
2. (για ποτάμι) προς τα πάνω, κατά τον άνω ρουν, προς τις πηγές•вверх по реке κατά τον άνω ρουν του ποταμού•
вверх дном ή вверх ногами τελείως αντίστροφα, αντίθετα, ανάποδα.
-
4 вверх
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вверх
-
5 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
6 снизу
снизунареч1. (с нижней стороны) ἀπό κάτω, ἀποκάτω:посмотреть \снизу βλέπω ἀπό κάτω· вид \снизу ἄποψη ἀπό τά κάτω· \снизу вверх ἀπό κάτω προς τά πάνω·2. (по почину масс) ἀπό τά κάτω:критика \снизу ἡ κριτική ἀπό τά κάτω· ◊ \снизу доверху ἀπό κάτω ὡς πάνω. -
7 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
8 вниз
внизнареч κάτω, προς τά κάτω:спуститься \вниз κατεβαίνω, κατέρχομαι· вверх и \вниз πάνω (καί) κάτω, ἄνω καί κάτω· сверху \вниз ἀπό ἐπάνω προς τά κάτω· ◊ плыть \вниз по течению πλέω μέ τό ρεΰμα τοῦ ποταμοῦ, κατεβαίνω τό ποτάμι, κατα-πλεω ποταμόν. -
9 башня
ο πύργος· водонапорная - ύδρευσης, ο υδατόπυργος- крана - του γερανού, η βάση του γερανού σε σχήμα πύργουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > башня
-
10 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка